- ψειριάζω
- ψείριασα, ψειριασμένος, γεμίζω ψείρες, αποκτώ ψείρες: Στην Κατοχή ψείριασαν πολλοί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψειριάζω — ψειριάζω, ψείριασα, ψειριασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψειριάζω — Ν [ψείρα] (αμτβ.) 1. γεμίζω ψείρες 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ψειριασμένος, η, ο ψειριάρης … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek
αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… … Dictionary of Greek
ξεψειριάζω — και ξεψειρίζω απαλλάσσω κάποιον ή απαλλάσσομαι ο ίδιος από τις ψείρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ψειριάζω] … Dictionary of Greek
ψείριασμα — το, Ν [ψειριάζω] κοινή ονομασία τής φθειρίασης … Dictionary of Greek
ψειριασμένος — η, ο, Ν βλ. ψειριάζω … Dictionary of Greek
κονιδιάζω — ιασα, κονιδιασμένος, η, ο, αμτβ., γεμίζω κόνιδα, ψειριάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)